Πάντα φοβόμουν τους ανταριασμένους ουρανούς. Είναι εκείνοι οι ασήκωτοι ουρανοί που μαζεύουν όλα τα σύννεφα του κόσμου και καθώς η μουντάδα τους πλέκει τη μπόρα, ένας κακός αέρας χτυπά δυνατά τις απογευματινές καμπάνες, τα κλαριά των δέντρων δεν λένε να ησυχάσουν και τα γυμνά μου πόδια παγώνουν ολοένα και πιο πολύ.
Μια φορά γύρω στα δώδεκα, κάποια χαράματα πετάχτηκα από τον ύπνο μου και αναμαλλιασμένη, τραβώντας τα κορδόνια του νυχτικού μου, άρχισα να ουρλιάζω «μη με δώσετε στον ανταριασμένο ουρανό, μη με αφήσετε άλλη φορά στο δρόμο μονάχη».
Ήμουν έντεκα χρονών όταν ξεκίνησε το δρομολόγιο. «Να το στείλεις το κορίτσι στο γυμνάσιο. Η ζωή μπορεί να μας στέρησε από παράδες, όμως υπάρχουν και άλλα πράγματα πιότερης αξίας. Όλοι όσοι έχουμε παιδιά πρέπει να φροντίζουμε για την προκοπή τους και η πιο σίγουρη προκοπή είναι τα καλά γράμματα» είπε ο δάσκαλός μου στον πατέρα και εκείνος τον άκουσε, έγνεψε αργά το κεφάλι και με έστειλε στο μεγάλο χωριό.
Ποτέ δεν είχαμε πολλά με τον πατέρα, εκείνος ρώταγε μόνο πώς πάω στο σχολείο και τούτο έδειχνε να ‘ναι το μόνο που τον ενδιέφερε για μένα ύστερα από τις δουλειές, τις υποχρεώσεις και τα παιδιά του. Ήμουν η μεσαία μιας οικογένειας με δυο γιους στις άκρες. Με τον μεγάλο μου αδερφό, που έχασε τη μάνα του λίγο μετά τη γέννα, με κρατούσε κάτι πολύ πιο δυνατό από το αίσθημα του αίματος, κάτι που το είχε υφάνει σιωπηλά η δική μου μητέρα. Αυτή τον καταλάβαινε και ό,τι και αν γινόταν έπαιρνε πάντα το μέρος του, σα να πηγαινοερχόταν ανάμεσά τους ένα αεράκι γεμάτο τρυφερότητα περισσότερο από εκείνη μεταξύ μάνας και γιου. «Σε θέλω υπερήφανη και έντιμη» με δασκάλευε μονότονα η μάνα μου, δίχως να μου εξηγεί τι ήταν η τιμή και τι η περηφάνεια. Και εγώ δίχως να τολμώ να διαφωνήσω, έψαχνα μόνη μου να φανταστώ τις έννοιες ανάμεσα σε πουρνάρια, βρύσες, μυρωδιές βαριές και ακίνητες από λάσπη και ζώα που ανακατεύονταν και περίμεναν υπομονετικά να περάσουν τα κρύα.
Το δρόμο για το γυμνάσιο στο διπλανό χωριό τον έκανα τρεις φορές μες την εβδομάδα, πάντα με τα πόδια, με τα ίδια παπούτσια, με το ίδιο παλτό για έξι μήνες κάτω-απάνω. Είχαμε νοικιάσει τέσσερα κορίτσια ένα μικρό δωμάτιο, εκεί τρώγαμε, εκεί διαβάζαμε, όλα εκεί μέσα και όλα μόνες. Στο δρόμο πάντα μέτραγα βήματα, αποστάσεις, στην κουφάλα ενός πουρναριού πριν τη στροφή για το μύλο πετούσα τους κρόκους από τα βραστά αυγά που έπαιρνα κάθε δεκαπέντε, να το πρώτο σημάδι, και ύστερα το επόμενο, να το φθάσω, να το περάσω, να πάω παρακάτω. Στα 1500 βήματα έβρισκα αριστερά μου τη βρύση του Γκόγκου, σε τούτη τη βρύση του Αϊ-Γιώργη οι τσέλιγκες σταματούσαν το ταξίδι τους από τα νότια για να ξαποστάσουν και να δροσίσουν τα γίδια τους και μαζί τους τούτοι οι άνδρες με τα μάτια αυλάκια έφερναν το καλοκαίρι.
Αλλά σε κάθε αντάρα, από του Άι–Δημητριάτη και ύστερα, ζοριζόμουν, να μην αρκεί η δύναμη στα πόδια, να καίνε οι πατούσες από το κρύο, οι ανηφόρες ατελείωτες, οι αντοχές να πέφτουν, δεν ήθελα όμως να το βάλω κάτω, πείσμωνα και με σφιγμένα δόντια προχωρούσα λιγάκι ακόμη, καθώς το κρύο πάγωνε τα χείλη, κατάπινα και τίποτε δεν κατέβαινε παρακάτω από τα μισά του λαιμού, παντού νέκρα, ούτε ψυχή, ούτε ανθρώπινο, όλα εξαφανισμένα και μονάχα μια παγωνιά να μου πονά ευθεία την καρδιά.
Ένα απομεσήμερο, θα ‘ταν Νοέμβρης θαρρώ, καθώς έπεφτε η αντάρα, στα μισά του δάσους έπεσα πάνω σε έναν κουλουριασμένο μαύρο μπόγο. Μια γυναίκα μοιρολογούσε δίπλα σε ένα βουναλάκι χώμα, στην άκρη υπήρχε ένας ξύλινος σταυρός και δίπλα αφημένα ανθάκια από τσάι. Τι άλλο λουλούδι να φέρεις εδώ πάνω με τέτοιο καιρό στο νεκρό σου; Μια χειροβομβίδα ξεχασμένη από τον πόλεμο έκανε κομμάτια το μικρό της γιο, εκεί που φύλαγε τα πρόβατα, την πήρε το παιδί να παίξει και ανατινάχτηκε. Και ύστερα τούτη η μάνα τον μάζεψε ένα-ένα κομμάτι στην ποδιά της και τον έθαψε εδώ, κάτω από τα φυλλώματα που αντίκρισε το παιδάκι της για τελευταία φορά. Και καθώς την πλησίασα, με μάτια κάρβουνα από το κλάμα μου είπε «Να είσαι τυχερή στη ζωή και να μην ξεχάσεις».
Πολλά δεν κατάλαβα τότε και πολλά θέλησα να ξεχάσω. Μια μέρα θα φύγω από τούτο το χωριό, είπα. Θα κατέβω σε μια πολιτεία όπου τα φώτα δεν θα σβήνουν από τη βροχή και τον αέρα και θα μπορώ να βοηθήσω τον εαυτό μου να μη φοβάται άλλο τις αντάρες. Και με τη βαλίτσα μου βρέθηκα μακριά, με την υπόσχεση πως κάποτε θα επιστρέψω, με την ευθύνη για αυτούς που άφηνα πίσω, με την απόφαση να μάθω περισσότερα, να φτιάξω όλα όσα στερήθηκα.
Ανήκω στους ανθρώπους μιας γενιάς που είπαν πως η μόρφωση, η καλλιέργεια, ένα σταθερό επάγγελμα και η οικογένεια είναι η ευτυχία. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα, ούτε αν η δική μου κόρη θα αναχωρήσει για κάπου αλλού, όπως έκανα και εγώ.
Κρατώντας σφικτά πάνω μου αυτή τη φορά όχι την παλιά μου σάκα, αλλά όλους τους πόνους και τις ελπίδες, τα όνειρα και την προσδοκία για μια καλύτερη ζωή, τα μάτια μου ανοίγουν σε έναν άλλο ουρανό, γεμάτο από πρόσωπα: να η μάνα μου κρατά δυο τούφες από τα μαλλιά μου και τα πρώτα μου σκουλαρίκια, δίπλα ο πατέρας μου με ένα κομμένο στα δυο τσιγάρο ΑΣΣΟΣ και το ρόλοι της τσέπης να θέλει κούρδισμα και ύστερα ο αδερφός μου και τα βιβλία του και η μάνα με το γιο της τον Χαρίλαο από το χέρι δίπλα σε γελαστούς που σφυρίζουν στα πρόβατά τους και γυναίκες με μαντίλια που πλένουν μαντανίες σε νεροτριβές και ύστερα σκαλίζουν τους μικρούς τους κήπους και ύστερα κουβαλάνε κλαρί από το λόγγο. Ένας ατελειώτος ορίζοντας από μάτια και χέρια, όλοι εδώ και όλοι δίπλα μου, τόσο απλά και τόσο σύνθετα τα χρώματα, έτσι για να μη φοβάμαι πια την αντάρα, για να θυμάμαι πόσο τυχερή έχω υπάρξει στη ζωή.