Παιδικά παιχνίδια αλλοτινών καιρών.
Η ζωή και η κίνηση ήταν και είναι χαρακτηριστικό τα μικρής ηλικίας γι΄αυτό και τα παιδιά τότε δεν έμεναν στα καθιστικά παχνίδια μόνο. Έτρεχαν στις ρεματιές και τα λαγκάδια κι αναζητούσαν περιπέτειες. Χάνονταν ώρες ολόκληρες μέσα στα λόγγα για εξερευνήσεις, έφταναν κάτω στα ποτάμια να θαυμάσουν τη δύναμη και την ορμή του νερού, να απολαύσουν την ομορφιά της ακροποταμιάς με τα πυκνόφυλλα πλατάνια και τις δροσερές ιτιές. Άλλοτες ανέβαιναν στις κορυφές των πανύψηλων δέντρων για να επιθεωρήσουν τις φωλιές της κουρούνας, της κίσσας και της καρακάξας ή γδέρνονταν ανάμεσα στις μπατλιές(μεγάλες τούφες από βάτα) για να θαυμάσουν τα όμορφα αυγά του κότσυφα και των άλλων μικρών πουλιών. Δε δίσταζαν να φτάσουν ως πέρα στις πλαγιές τις κατάφυτες από γράβα να βρουν τις ψεύτικα φτιαγμένες, εντελώς άτεχνες, φωλιές της τρυγόνας να παρακολουθούν την πορεία της επώασης για να πάρουν τα τρυγονάκια να τα βάλλουν στο αυτοσχεδιασμένο βέργινο κλουβί.
Έπαιζαν το μυρμηγκοπόλεμο που έβαζαν τα μυρμήγκια να παλεύουν τα μεγάλα κόκκινα, τους Τούρκους, με τα μικρά τα μαύρα τους Έλληνες. Κι ήθελαν να νικούν πάντα οι Έλληνες.
Μάζευαν «μαρούτσες»(αράχνες, μαύρες που έκαναν τη φωλιά τους μέσα στο χώμα και τη σκέπαζαν από πάνω με μια φλούδα σα χαρτί, στρογγυλή σαν τάπα κολλητή σε μιαν άκρη, αλλά να μπορεί να ανοιγοκλείνει) με τον εξής τρόπο. Σάλιωναν ένα ξερό κορμό χορταριού στη μια του άκρη κι αφού άνοιγαν το καπάκι της τρύπας, βύθιζαν το άκρο του σαλιωμένου ξερόχορτου ώσπου να συναντήσουν τη «μαρούτσω». Το άφηναν για λίγο να το δαγκώσει γερά κι ύστερα με μια απότομη κίνηση το τραβούσαν έξω τραβώντας και την αράχνη, που εξακολουθούσε να δαγκώνει το ξερόχορτο.
Την Άνοιξη κυνηγούσαν τις κωλοφωτιές, τις μάζευαν κι ύστερα με μια αιφνίδια κίνηση τις πασάλειβαν στο πρόσωπο των φίλων τους για να φωσφορίζουν ή την ημέρα έπιαναν τα πράσινα γκουμάνια (χρυσοκάνθαρους) τα έδεναν με μια μακριά κλωστή και άφηναν να πετάξουν κρατώντας την άλλη άκρη της κλωστής. Το καλοκαίρι την πλήρωναν τα τζιτζίκια.
Κάθε εποχή είχε και τα δικά της παιγνίδια και τις δικές της προσφορές στα παιδιά. Από τον Αύγουστο κι ύστερα τα γαϊδουράγκαθα προσφέρονταν για την κατασκευή φλογέρας, ενώ η φροξυλιά έδινε όλο το χρόνο υλικό για να φτιάχνουν χτυπάρια (ένα είδος αεροβόλου όπλου). Οι μπουρδέγκες(ασφόδελοι) έδιναν τα «φώτλα» για να φτιάχνουν τις φουρνταλίδες(έλικας με χάρτινα φτερά ανεμοκινούμενος).
Το καλοκαίρι στον κάμπο, αν δε «μισάριζαν» τα χοντρά ζώα στα όχτια των χωραφιών, έτρεχαν στις ποταμιές να παίξουν με τα βατράχια, τα καβούρια και τα ψάρια ή να μαζέψουν βέργες ιτιάς για να πλέξουν καλάθια για τα κάλαντα του Λάζαρη, ή για τον τρύγο των σταφυλιών.
Από τα ντούσκα την άνοιξη μάζευαν κάτι περίεργους καρπούς τα μήλα του κούκου. Κάτι στρογγυλά ρόδινα κι αφράτα πράγματα, που βγαίνουν ανάμεσα στα φύλλα και που το καλοκαίρι σκληραίνουν και τα ονομάζανε ’μπουσλίγκες’και μ΄αυτές έφτιαχναν πρόχειρες σβούρες. Από τις κουτσουπιές, τη δάφνη, τις τσερμιντζέλες, ή τις αγριοφουντουκιές έφτιαχναν τα «κιόσια» κι από τα ποδάρια των σφαγμένων γιδοπροβάτων έπαιρναν τα «κότσια» για να παίζουν. Ο σωλήνας του φάρυγγα από τα σφάγια ήταν περιζήτητος γιατί έφτιαχναν τη «φούσκα»(μπαλόνι) και έπαιζαν. Ακριβό όνειρο κάθε παιδιού ήταν να έχει δική του μια σουγιά να πελεκάει και να κόβει ξύλα να φτιάχνει ότι του χρειάζεται.
Εκτός από αυτές τις ασχολίες έπαιζαν και σε κοινά οργανωμένα ομαδικά παιχνίδια όπως:
-Η βόμπα ή σκλαβάκια. Το πιο συνηθισμένο ομαδικό παιχνίδι που παιζόταν σε ανοιχτό χώρο
-Κουρμπανιά. ‘Ενας από τους τρόπους ανάδειξης της ‘μάνας’ στο παιχνίδι. Ολόγυρα τα παιδιά με τα χέρια τεντωμένα προς το κέντρο και με τις παλάμες τη μια πάνω στην άλλη με μια φωνή λένε ρυθμικά τη λέξη «κουρμπανιά». Με τη λέξη της τελευταίας συλλαβής το καθένα φέρνει την παλάμη στο στήθος με πρόσοψη την εσωτερική ή την εξωτερική πλευρά. Από τη διαδικασία επιλογής βγαίνουν εκείνοι όσων η φορά της παλάμης συμπίπτει και είναι περισσότεροι από τους άλλους. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται έως ότου μείνουν δύο, για να ρίξουν κλήρο ή «κορώνα γράμματα» Όποιος μείνει τελευταίος αυτός θα τα φυλάξει στο κρυφτό, θα κυνηγήσει στο κυνηγητό κτλ.
–Κ΄τσό. Παιδικό παιχνίδι κατά το οποίο ο παίκτης στηριζόμενος στο ένα πόδι προσπαθεί να μετακινηθεί και να μετακινήσει μια μικρή πλακερή πέτρα την «τσιομάδα» του με πηδηματάκια στα τετράγωνα πλακάκια του δαπέδου ή σε τετράγωνα σχήματα που χαράχτηκαν για το σκοπό αυτό στο έδαφος. Ο παίκτης πρέπει να μην πατήσει τη γραμμή που ενώνει τα διαδοχικά τετράγωνα με το πόδι του και ούτε και η πέτρα να σταματήσει επάνω σε κάποια γραμμή ή έστω να ακουμπήσει σε κάποια από αυτές.
-Η σκλέντζα ή σκουλέντζα και αυτή ήθελε πλατύ χώρο και ίσιο όπου παίρνουν έξι ως οχτώ παίχτες χρησιμοποιώντας την «σκλέντζα» ένα ίσιο ξύλο μάκρος 50-70 εκατοστά και το «σκλιτζί» ένα μικρό πελεκημένο στις δύο άκρες του ώστε να είναι αιχμηρό μεγέθους 10-15 εκατοστών.
-Το μπίκου.
-Το κρυφτό.
-Το γνωστό μπίζζζ.
–Τσίμ-τσιμ το λεφτό. Ομαδικό παιχνίδι που παιζόταν από μικρά παιδιά. Τα παιδιά μαζεύονταν σε κύκλο και άπλωναν τα χέρια τους προς το κέντρο του, με τρόπο ώστε τα δάχτυλά του ενός να τσιμπάνε το πάνω της παλάμης του άλλου. Κουνώντας ρυθμικά πάνω κάτω τα χέρια απαγγέλουν όλα μαζί:Τσιμ-τσιμ το λεφτό/το λεφτό το τσιμπητό/που τσιμπούν οι ουρανοί/και βγαίνουν οι αγγέλοι. Με την εκφώνηση της τελευταίας λέξης(αγγέλοι)σηκώνουν τα χέρια τους ξεφωνίζοντας.
-Η πρωτ΄ελιά. Σκύβει ο ένας και τον πηδούσαν οι άλλοι από τους ώμους χωρίς να αγγίζουν άλλα μέρη του σώματος εκτός από τα χέρια με τα οποία ακουμπούσαν για να στηριχτούν.
-Η πανωκαβαλίτσα. Τρεις σκύβουν και κρατιούνται ο ένας πίσω από τον άλλον και οι άλλοι ανεβαίνουν καβάλα. Όποιος πέσει κάθεται κάτω και ο τελευταίος από τους σκυφτούς ελευθερώνεται.
-Τα κατρίτσια ή ομάδες. Ομάδα ήταν μια πέτρα πλακερή, στρογγυλή να πετιέται με το ένα χέρι σε απόσταση οχτώ ως δέκα βήματα όπου υπήρχαν βαλμένα το ένα πάνω στο άλλο στρογγυλά πετραδάκια τέσσερα ή πέντε κι είχε στόχο να τα ρίξει. Στη θέση του πολλές φορές έμπαινε μια άλλη πέτρα όρθια κι επάνω της είχε ή ένα νόμισμα ή μια μικρότερα πέτρα σημαδεμένη από το ένα μέρος.
-Τα κιόσια. Τέσσερα ξυλαράκια από δάφνη η αγριολεφτοκαριά η τσερμιντζέλα η κουτσουπιά μήκους δέκα εκατοστών, πελεκημένα από το μισό μέρος, ημικυλινδρικά για να παίρνουν διάφορες θέσεις με την ελεύθερη πτώση τους και να σχηματίζουν τους αριθμούς των ζαριών. Με δώδεκα πετραδάκια ο κάθε παίχτης που τα τοποθετούσε σε ένα σχήμα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο σαν κοινή σκάλα με δώδεκα σκαλοπάτια. Ήταν κάτι σαν το Ντόμινο.
-Τα πεντόβολα.
-Τα κότσια.
-Η τριώδα, η τεσσερώδα, η εννιάρα.
-Η τριώτα. Σ’ ένα τετράγωνο σχήμα πάνω σ΄ένα χαρτί, σε πέτρα ή και στο χώμα, σχηματίζουμε τις διαγώνιές ου και από τη μέση των πλευρών του τετραγώνου τραβούμε παράλληλες γραμμές προς τις δυο άλλες πλευρές. Παίζεται από δύο παίχτες. Παίρνει ο καθένας από τρία πετραδάκια ή τρία διαφορετικού χρώματος φασόλια και προσπαθεί να τα βάλει στα σημεία τομής των γραμμών φτιάχνοντας «τριώτα»(τα δικά του πετραδάκια να είναι στη σειρά). Νικητής είναι όποιος καταφέρει να κάνει πρώτος τριώτα. Πιο σύνθετη μορφή αυτού του παιχνιδιού είναι η εννιάρα, η δωδεκάρα και η δεκαεξάρα.
-Ο γκούλιαρας(τραμπάλα)
…έλεγαν το τραγούδι όταν τραμπαλιζόντουσαν πάνω σ΄ένα οριζόντιο ξύλο όπου καθόνταν παιδιά. Τράμπα, τραμπαλίζομαι/πέφτω και τσακίζομαι/και τσακώ το γόνα μου/πάει η βάβω για να φέρει/το μπατά το κουτσοχέρι/πέντε τελάρα στο χέρι/και άλλα πέντε στη σακούλα/να τα παρ΄κυρ΄Γιαννούλα
-Οι τσουλήθρες σε κατηφορικά μέρη. (για να μη φθείρονται τα ρούχα φτιάχνανε ένα δεμάτι με κλαριά και πριν τσουλίσουν κάθονταν πάνω του και σέρνονταν μαζί του.
-Ο πετροπόλεμος.
Υπήρχαν πολλά παιχνίδια αυτοσχεδιασμένα στη στιγμή όπως η μέλισσα, οι κλέφτες, οι μαμάδες, οι κουμπάρες κ.α. και παιχνίδια επίσης εμπνευσμένα από την ίδια τη φύση και το περιβάλλον από τη ζωή όπως κυλούσε εκείνη την εποχή με όλες τις δυσκολίες και τις ιδιαιτερότητές της.
-Τα σκλαβάκια
Τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ομάδες. Η μία ομάδα παρατάσσεται απέναντι στην άλλη. Κάθε ομάδα έχει τη «φωλιά» της, το σημείο αναφοράς. Δίπλα στη φωλιά είναι το μέρος όπου φυλάσσονται οι σκλάβοι, δηλαδή οι παίκτες που πιάνονται κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού από την αντίπαλη ομάδα. Το παιχνίδι παίζεται ως εξής: Βγαίνει ο πρώτος παίκτης από τη μια ομάδα και ακολουθεί ο πρώτος από την άλλη, ο οποίος προσπαθεί να τον πιάσει. Αν τα καταφέρει, τον έχει σκλάβο. Αν δεν τα καταφέρει, κινδυνεύει να συλληφθεί από τον επόμενο παίκτη της πρώτης ομάδας. Για να γλιτώσει, καταφεύγει στη φωλιά και ανανεώνει την έξοδό του. Το παιχνίδι τελειώνει όταν όλοι οι παίκτες μια ομάδας πιαστούν σκλάβοι ή όταν καταληφθεί αφύλαχτη η φωλιά μιας ομάδας.
-Τσούκες
Βάζουν 4-5 πέτρες την μια πάνω στην άλλη και από απόσταση 4,5 χάπες(βήματα) ρίχνανε με πλάκες πέτρινες και όποιο παιδί έριχνε τις τσούκες κέρδιζε.
-Αρδαλίτσα
Κάθοταν 3 έως 6 παιδιά σκυμμένα και ο άλλος τα πηδάει όλα, μετά καθόταν αυτός και πήδαγε ο άλλος και ούτω καθεξής.