Μην κλαις κεφάλ΄τι έπαθες μον κλαίγε τι θα πάθεις (στη ζωή υπάρχουν και χειρότερα).
Η γειά με κάνει και χαίρομαι, η γειά και καμαρώνω.
Η αρρώστεια μπαίνει με το σακί και βγαίνει με το βελόνι.
Κουβέντα κουβεντούλα τρώει ο λύκος τη βιτούλα.
Το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει.
Από πίτα που δε τρως τι σε μέλλει και αν καεί…
Του κιοτή η μάνα ούτε γελάει ούτε κλαίει.
Γούρμα και άγουρα [αυτοί που μιλούν απερίσκεπτα και δεν διακρίνουν σωστό ή λάθος όπως οι λαίμαργοι που τρώνε τα ώριμα(γούρμα) και άγουρα].
Γινάτωσ΄ο καλόγερος και έκαψε τα γένεια του (απ΄τον θυμό του ζημιώνει κανείς τον ευατόν του). Ταυτόσημο με το ‘Σε πείσμα της γυναίκας του έκοψε την π… του’
Ο χεσιάρης γελούσε με τον κλανιάρη.
Ο καθένας μοσχομυρίζεται την πορδή του.
Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη.
Βγήκε η πουμπή στις στράτες να γελάσει τους διαβάτες.
Απ΄όπου πήδηξε η γίδα θα πηδήξει και το κατσίκι.
Κάθε τόπος και ζακόνι κάθε μαχαλάς και τάξη.
Πόσο είναι ο κάβουρας και πόσο το ζουμί τ’.
Όχι νύφη μου καθώς ήξερες αλλά καθώς πήρες.
Μαύρος ο γαμπρός, κουρούνα η νύφη.
Γαμπρός γιός δεν γίνεται και νύφη θυγατέρα.
Ούτε ο γαμπρός γένεται παιδί ούτε η νύφη κοπέλα (δεν μπορούν νάχουν την θέση πραγματικών παιδιών).
Πουθέ είσαι γαμπρέ? Απ΄όπου κι η γυναίκα μου (ότι οι σύζυγοι είναι υποταχτικοί στις γυναίκες τους).
Όλα τα στραβά καρβέλια η νύφη τα κάνει.
Εσένα το λέγω πεθερά για να τ΄ακούσει η νύφη.
Καλή ‘ναι η νύφη μας γκαβή από τό’να μάτι.
Σιμά σ΄αμπέλι φύτευε και σε χωριό κατοίκα.
Ο γέροντας και αν στολίζεται στον ανήφορο φαίνεται.
‘Ηθελα να πέσω μπάρμπα, κατ΄καλά που μ’ άμπωξες.
Του φτωχού το εύρημα ή καρφί ή πέταλο.
Χτυπάει την πόρτα για ν’ ακούσ’ το παραθύρι.
Φταίει το γομάρι και χτυπούν το σαμάρι.
Όποιος λυπιέται το καρφί, χάν΄το πέταλο.
Του φυλάργυρου το βιό στου χαροκόπ΄τα χέρια.
Δεν τον ήθελαν στο χωριό κι’ αυτός γύρευε του παπά το σπίτι.
Σε ξένο φαί αλάτι μη ρίχνεις.
Καλά νιάτα, κακή διαθήκη. Κακά νιάτα, καλή διαθήκη.
Ούτ΄ο μπαμπάς είχ΄αμπέλι, ούτ΄ο γιός του κλαδευτήρι.
Σπείρε κεχρί και μάζευε, δουλειά να μη σου λείπει.
Σαν πεινώ και δεν νυστάζω όσο θέλεις σκέπασέ με.
Ο δαρμός είναι αγιασμός.
Ανεμομαζώματα διαολοσκορπίσματα.
Ντουφέκι, γυναίκα κι΄άλογο μη δίνεις σε ξένα χέρια.
Όμορφέ μου και καλέ μου τι σκ… θα φάμε βράδυ. Άσκημέ μου και καλέ μου τι θα πρωτοφάμε απόψε?
Δουλεύω σαν σκυλί και τρώγω σαν αφέντης.
Σαν του γομαριού την αρέντα.
Από βασιλική βρύση νερό μη παίρνεις ποτέ.
Μη στηριχτείς σε παλιό τοίχο και σε μεγάλον άρχοντα.
Το πρώτο μάτι γελάει (η πρώτη αντίληψη δεν είναι πάντοτε σωστή).
Κάμεις λάβεις κοιλιά μη σε πονέσει (μάχαιραν έδωσες, μάχαιραν θα λάβεις).
Ο φτωχός και το ποτάμι εις τον τόπο του θα πάνε.
Παροιμίες για τους μήνες.
Γενάρη μήνα κλάδευε φεγγάρι μην κοιτάζεις.
Κότα, πίτα τον Γενάρη, κόκκαρας τον αλωνάρη.
Χιόνι το Φλεβάρη βάζεις στάρι στ΄αμπάρι.
Ο Φλεβάρης με νερό, κουτσός μπαίνει στο χορό.
Από Μάρτη καλοκαίρι και από Αύγουστο Χειμώνα.
Μάρτης κλαψιάρης, θεριστής χαρούμενος.
Ο Φλεβάρης ως το γιόμα το ψοφάει και ως το βράδυ το βρωμάει.
Έβρεψε η πρωταπριλιά χάθηκ’ η καρποξυλιά.
Χαρά σε εκείνον τον ζευγά που’ χει πολλά σπαρμένα.
Ας ρίξει ο Απρίλης δυο νερά και ο Μάης άλλο ένα.
Από το θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι δουλειές.
Απ’ αρχής του θεριστή του δρεπανιού μου η γιορτή.
Μπρος πίσω του Αι-Λιός ο καιρός γυρίζει αλλιώς.
Ο Αι-Λιάς κόβει σταφύλια και η Αγιά Μαρίνα σύκα.
Κάθε πράμα στον καιρό του και ο κολιός τον Αύγουστο.
Ο Θεός να φυλάει τα λιόδενδρα από το νερό του Αυγούστου.
Του Σταυρού και αρμένιζε του Σταυρού και δέσε.
Δόξα να ‘χεις τρυγητή μου, είδα εγώ την προκοπή μου.
Οκτώβρη και δεν έσπειρες, λίγη είναι η σοδειά σου.
Του Αϊ-Δημητριού σου μήνυσα και τ΄Αϊ- Φιλίππου εδώ είμαι (τα πρώτα μηνύματα του χειμώνα).