Το δεύτερο μέρος του άρθρου με παλιές ηπειρώτικες παροιμίες για να ξυπνήσουν μνήμες.
Άπιαστα πουλιά χίλια στον παρά (όνειρα που δύσκολα πραγματοποιούνται).
Αλί στον παντεχούμενιο της γειτονιάς το γιόμα (αλλοίμονο σε κείνον που περιμένει να ζήσει από τον οίκτο των άλλων).
Οι παπάδες οι φαγάδες έχουν τρία στόματα, μ΄π ένα πίνουν, μ΄ένα τρώνε και με τάλλο ρωτούν μήπως πέθανε κανένας.
Αδγειά πώχει το μ… να παίζει τις ομάδες (όταν οι εργασίες δεν επιδέχονται αναβολή).
Την πασκαλιά να ‘χα να ‘τρωγα κι΄ απόπασκα φορούσα (να ‘χουμε να περνάμε καλά τις επίσημες μέρες και οι άλλες ελλείψεις δεν είναι και τόσο απαραίτητες).
Στον πάτο (τέλος) ξυρίζουν τον γαμπρό.
Τέτοιος φίλος τέτοια πίτα (καθένας ανάλογα της αξίας και της κοινωνικής θέσης του).
Όποιος ανακατεύεται με τα πίτρα τον τρώνε οι κότες.
Μου λείπ΄η σέλα του βρακιού τα δυό τα ποδονάρια (για εκείνους που επιδεικνύονται περισσότερα από ότι αξίζουν).
Το χωριό καίγονταν και η πουτ… λούζονταν.
Ποιός σε ρωτάει για ράμματα και λες πέντε κουβάρια φτάνουν.
Ρήνια (ειρήνη) – μόνοια (ομόνοια) για να σκάσουν τα δαιμόνια.
Κάλια ρίγανη και αγάπη παρά ζάχαρη και γκρίνια.
Ξένη σκοπιά (μπαστουνιά) σε ξένο κώλο.
Ας είναι το τζάκι στραβό ο καπνός να παένει καλά.
Πάρε νύφη από τζάκι και σκυλί από κοπάδι.
Ή το χέρι στην τζέπη (για μαχαίρι με το άγριο) ή το μέλι στη γλώσσα (με τον καλό τρόπο).
Φτώχια στο σπίτι γκρίνια στη φαμίλια.
Νάκαναν όλες οι μύγες μέλι θα ‘τρωγαν και οι γύφτοι με τα χουλιάρια.
‘Εχω ράμματα για την γούνα σου.
Είχαμε κακά τη γριά μας φάσκιωσε και ο γέροντας.
Κουνάρα το φίδ΄το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι (σε πονηρούς και αχάριστους προς τους ευεργέτες).
‘Ενας πατέρας φυλάει δέκα παιδιά, δέκα παιδιά δεν φυλάνε έναν πατέρα.
Απ΄τα χαμένα μαζωμένα (όταν δεν μπορεί να πάρει τα δανεικά πίσω).
Χαρά χωρίς σφαχτό δεν γίνεται.
Που πας στη χαρά με τρία και ρούπι (σ΄αυτούς που ενώ ξέρουν τις υποχρεώσεις παρουσιάζονται ανέτοιμοι στη χαρά).
Χατήρ΄του ενός, χατήρ΄τ΄αλλουνού άφηκα τον άντρα μου χωρίς παιδιά.
Ξένη χολή (στεναχώρια) σκοπιά (ξυλιά) σε ξένο κώλο.
Κατά τον καιρό και το χορό.
Μάτια λαίμαργα ψυχή χαμένη.