Με το πρώτο φως του νέου χρόνου η γριά, όρθια από ώρα, έσυρε τις λαστιχένιες της παντόφλες ως το εικονοστάσι με τις εκατό εικονίτσες. Στα ογδόντα έξι της, χήρα εδώ και καιρό, καθόταν τις περισσότερες ώρες σταυροπόδι δίπλα στο τζάκι, φυσούσε με δύναμη τα ξύλα για να ανάψουν και πήγαινε με τα πόδια ως το λόγγο για κλαρί. Το σπίτι της, τελευταίο στην άκρη του χωριού, έμενε το χειμώνα συχνά αποκλεισμένο, κάθε που έβρεχε και το ρέμα κατέβαζε νερά, κλαδιά και κοτρόνες πνίγοντας το παλιό καλντερίμι. Παντρεμένη από τα είκοσι σε τούτο το ανήλιαγο χωριό, τον τελευταίο καιρό έβγαινε όλο και συχνότερα στην άκρη του κήπου και αγνάντευε στο βάθος, φαντάζοντας το πατρικό της να ξεπροβάλλει μέσα από τις καστανιές. Όταν ήταν νέα φόρτωνε τον Χαρίλαο στην πλάτη, έπαιρνε και τα άλλα δυο μεγαλύτερα παιδιά και ξεκινούσε για το χωριό της, κοντά τρεις ώρες απόσταση με τα πόδια μέσα από το ποτάμι.
Έβαλε λάδι στο καντήλι, πήρε ένα κάρβουνο και δίχως τσιγκουνιές στο λιβάνι άναψε το θυμιατό. Με αργές κινήσεις έκανε το σταυρό της τρεις φορές και ύστερα απέμεινε ακίνητη με υγραμένα μάτια μπρος στους αγίους, κινώντας αργά τα χείλη, σα να τους ψιθυρίζει νανουρίσματα. Και όταν τελείωσε η κουβέντα μαζί τους, έκλεισε το εικονοστάσι, έβγαλε το θυμιατό στο περβάζι και έμεινε να χαζεύει έξω τον μολυβοφορτωμένο ουρανό.
Πίστευε στους αγίους και ζούσε χρόνια μαζί τους. Άλλοτε μονολογούσε σιωπηλά ψάχνοντάς τους και άλλοτε άνοιγε συζήτηση σα να ‘ταν δίπλα της αόρατα παρόντες.
Πρώτος σταυρός τού νέου της χρόνου· για τον μικρό Χαρίλαο. Τον ανέσυρε από τη μνήμη της παιδάκι και ύστερα την έξανε επίμονα και τον ξαναέφτιαξε άνδρα μεγάλο. Εξήντα τρία θα γινόταν τούτο το Μάρτη, φθάνει να ζούσε. Χιόνιζε όλη την εβδομάδα ασταμάτητα, αλλά εκείνη την παραμονή πρωτοχρονιάς σταμάτησε και βγήκε ένας λαμπρός ήλιος που γυάλιζε το χιόνι και τα παγωμένα κλαδιά. Τον έστειλε να βγάλει τις γίδες, κουράστηκαν κλεισμένες τόσες μέρες και εκείνες βγήκαν χαρούμενες και άρχισαν μαζί με το παιδί να χοροπηδούν πάνω στο φρέσκο χιόνι. Ο μικρός έπαιξε ώρα πολλή, του άρεσε να φτιάχνει μπαλίτσες χιονιού και να τις πετά στα χιονισμένα κλαδιά και τα παράθυρα.
Κανένα σημάδι δεν φάνηκε στον ουρανό, στα γυμνά κλαδιά, στις πέτρινες όψεις των σπιτιών. Τίποτα ξεχωριστό στα ακροκέραμα και τα λούκια από τα μαντριά, στο μακρινό καμπαναριό της εκκλησίας, στις καμινάδες που άχνιζαν. Ίσως το μόνο αξιοπερίεργο ήταν ότι δεν υπήρχε ψυχή στους δρόμους, αλλά κάλαντα δεν συνήθιζαν να λένε τα παιδιά και το χωριό ήταν αποδεκατισμένο· άλλοι με τους αντάρτες, άλλοι με τους χωροφύλακες και τη μεραρχία, μοιράστηκαν οι άνθρωποι, σκόρπησαν στα γύρω βουνά, κλειδαμπαρώθηκαν τα γυναικόπαιδα. Περασμένες δώδεκα και μια ασυνήθιστη ερημιά, μια σιωπή πέρα ως πέρα με τη θαμπή γκριζάδα τύλιγε όλο το χωριό. Και τότε ήταν που ακούστηκε ο κρότος. Τι να ‘ταν; Μια ώρα αργότερα ένας χωροφύλακας της είπε το νέο. Το παιδί σου κομματιάστηκε, βρήκε μια χειροβομβίδα σε μια κουφάλα –από τον πόλεμο, τους αντάρτες, τη μεραρχία, τι σημασία είχε σε ποιον ανήκε;- την πήρε να παίξει νομίζοντας πως είναι θησαυρός και εκείνη τον διέλυσε σε χίλια κομμάτια. Πήρε την καλή της ποδιά, εκείνη με τα παγώνια από τα προικιά της και βγήκε να μαζέψει το παιδάκι της. Εκείνη την πρωτοχρονιά, σωριασμένη αλλά ακόμη αγέρωχη, κρατούσε με τα δυο χέρια στην ποδιά της το παιδί και έσβηνε αργά μες την αθόρυβη οδύνη ανάμεσα στο νέο χρόνο και τη σιωπή.
Δεύτερος σταυρός του νέου της χρόνου· για τα αεροπλάνα. Για να πετούν γρήγορα και να προσγειώνονται σώα φέρνοντας κοντά της κάθε καλοκαίρι την εγγονή της. Να έρθεις μάνα, να δεις που θα σου αρέσει εδώ, δεν έχει σχέση με την Ελλάδα τούτο το μέρος, έλεγε και ξανάλεγε ο γιος της στο τηλέφωνο κάθε δεύτερη Κυριακή. Και αυτή δεν χόρταινε τα λόγια του, ήθελε να του πει πως μπορεί εκεί να είναι ωραία, αλλά πώς να αφήσει τις πατάτες της που φύτεψε στο πίσω κτήμα και τα σγουρά μαρούλια, που θέλουν διπλό σκάλισμα και πότισμα ελαφρύ και τη μικρή της γίδα που της χαλούσε τις νεραντζούλες και τις μαντζουράνες, αλλά την είχε για παρέα; Και ύστερα ήθελε να του πει για κάτι λουλουδάτα σεντόνια που αγόρασε προίκα στην εγγονή της, μα το τηλέφωνο πάντα γράφει και για αυτό το έκλεινε γρήγορα, προτού προφτάσει να τα πει.
Τρίτος σταυρός του νέου της χρόνου· για πρώτη φορά στη ζωή της, μονάχα για εκείνη. Για να της δίνουν δύναμη, Παναγία και άγιοι, και να αντέξει τα δύσκολα. Όχι, δεν φοβήθηκε που έμεινε ντυμένη στα μαύρα από τα έξι, ούτε που γνώρισε μέρες δύσκολες, πόλεμο και πένθη. Όλο αυτό το πράγμα είναι η ζωή και η ζωή είναι μια δοκιμασία. Δεν σου ζητώ τίποτε άλλο Παναγία μου, έλεγε εκείνο το πρωί του νέου χρόνου, μονάχα δύναμη για να τα βγάλω πέρα. Μάνα θα κατέβεις το χειμώνα μαζί μας στα Γιάννενα, πάει και τελείωσε, της είπε η κόρη της. Δεν μπορούμε να έχουμε και την έννοια σου, τα παιδιά έχουν φροντιστήρια και δεν γίνεται να έρθουμε αν πάθεις κάτι.
Πούλησαν τη γίδα, έκλεισαν το σπίτι και το μεσημέρι θα έρχονταν να την πάρουν. Με το μέτωπο ακουμπισμένο στο παγωμένο παράθυρο, τα ασημένια της μαλλιά να ξεπροβάλλουν μες από το μαύρο της μαντήλι, ένιωσε την καρδιά της να ψυχορραγεί, να χάνεται, να φεύγει. Κατέβηκε μέχρι το κατώι μέσα σε δάκρυα, αχ πόσο επιπόλαια είχε υποχωρήσει στην επιθυμία της κόρης της να πουλήσει τη γίδα. Έριξε μια τελευταία ματιά στους άδειους τοίχους. Δεν την πείραζε η μυρωδιά. Με αυτή είχε μεγαλώσει, πάνω σε αυτή είχε βρει άλλες, εδώ μέσα στην υγρασία ήταν όλη της η ζωή. Στάσου Θεέ μου εδώ μέσα με ανθόνερο, ψιθύριζε η γριά, μη με εγκαταλείπεις, εδώ είναι η ζωή μου. Ο πρώτος ήχος των λέξεων έφυγε σαν λυγμός μες από τα σπλάχνα της, βαρύς και στρογγυλεμένος ανέβηκε στα τοιχώματα του λαιμού της, αλλά δεν βγήκε παραέξω. Τόσο καιρό που ήταν μονάχη, φρόντιζε με αφοσίωση και αγάπη τούτη τη γίδα, την έβοσκε, την άρμεγε και της τραβούσε τα κουρελάκια σα μωρό και εκείνη τη συντρόφευε και την ευγνωμονούσε. Και ένιωθε ευτυχισμένη, σα βασίλισσα όλων των βουνών, εκεί δίπλα στο γέρικο μονοπάτι και τον παλιό ξεχαρβαλωμένο νερόμυλο.
Στριφογυρίζοντας το μαντηλάκι μες τις χούφτες της, που είχε ήδη γίνει κουρέλι, βουρκωμένη και πελιδνή πήρε μια απόφαση. Αν με αγαπάτε αφήστε με εδώ. Μην με πάρετε. Αυτό θα τους έλεγε, αυτό θα τους ζητούσε για τη νέα χρονιά, όταν τους έβλεπε μπρος της. Αφήστε με να πεθάνω εδώ.
Πέθανε ανήμερα του Αγίου Βασιλείου. Το απόγευμα της ίδιας μέρας ένας τσοπάνος βρήκε νεκρή τη νέα του γίδα και μετά την κηδεία, ζήτησε τα λεφτά του πίσω.