Το Σούλι είναι ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Κεντρικής Ηπείρου κι αποτελεί μια ομοσπονδία χωριών, γνωστών ως «Σουλιωτοχώρια». Τυπικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι συνορεύει ανατολικά με την «Λάκκα Σουλίου» του Νομού Ιωαννίνων, τα χωριά του Νομού Πρεβέζης στα νότια και στα βόρεια και δυτικά με τα υπόλοιπα χωριά του Νομού Θεσπρωτίας. Στους πρόποδες των χωριών βρίσκονται αντικριστά δύο λόφοι, σημαντικοί από άποψης τόσο γεωγραφικής όσο και ιστορικής, το Κούγκι και η Κιάφα. Πάνω από την Κιάφα υπάρχει ο βράχος της Μπίρας.
Η όλη περιοχή του Σουλίου είναι ορεινή, απότομη, άγρια αλλά συνάμα μαγευτική (Α. Κάλβος). Φαίνεται δε, πως οι πρώτοι οικιστές της περιοχής δεν το επέλεξαν τυχαία. Κι αυτό διότι το Σούλι είναι ένα φυσικό, γιγάντιο φρούριο. Οι πρώτοι οικισμοί στην περιοχή του Σουλίου έγιναν κατά πάσα πιθανότητα τον 16ο αιώνα. Σχημάτισαν τέσσερα χωριά: Σούλι (ήΚακοσούλι), Σαμονίβα, Κιάφα και Αβαρίνο (ή Τετραχώρι). Αργότερα, κτίστηκαν κι άλλα επτά χωριά: Τσεκούρι, Αλποχώρι, Παλιοχώρι (Παλιοκατούντα), Γκιονάλα, Περιχάτι, Βίλιακαι Κοντάντες (Εφταχώρι). Οι Σουλιώτες διακρίθηκαν σε όλους τους αγώνες για την απελευθέρωση της Ελλάδας κι έγιναν θρύλοι για τις πολεμικές τους ικανότητες και τις άλλες αρετές τους. Ήταν χωρισμένοι σε 47 πατριές (φατριές) ή «φάρες» όπως τις αποκαλούσαν. Οι σημαντικότερες από αυτές, έφεραν τα ακόλουθα ονόματα: Ζέρβας, Τζαβέλλας, Δημοδράκος, Δαγκλής, Κουτσονίκας, Μπότσαρης, Καραμπίνης, Νίκας. Κάθε φάρα είχε το δικό της αρχηγό. Το αξίωμα αυτό ήταν κληρονομικό. Όλοι οι αρχηγοί των φαρών συγκροτούσαν το «Κριτήριον της Πατρίδος». Το έργο της «κυβέρνησης» αυτής ήταν η συλλογή των φόρων κι η απόφαση για τους στρατεύσιμους. Υπήρχε δικαστική εξουσία, η οποία βασιζόταν στο εθιμικό δίκαιο. Ανώτατη εξουσία ήταν το «Γενικόν Συνέδριον», στο οποίο συμμετείχαν οι αρχηγοί κάθε φάρας κι όσοι είχαν διακριθεί για τις αρετές τους. Αυτοί αποφάσιζαν για πόλεμο ή ειρήνη και ρύθμιζαν τις εξωτερικές σχέσης της «Σουλιώτικης Συμπολιτείας». Πρωτεύουσα θεωρούταν το Σούλι.Χαρακτηριστικό των Σουλιωτών ήταν η τυφλή πειθαρχία στους αρχηγούς, ειδικά κατά την περίοδο πολέμου. Θεωρούσαν την ελευθερία πιο πολύτιμο αγαθό κι από την ίδια τους τη ζωή. Είχαν αυστηρά ήθη και σέβονταν τις γυναίκες. Τιμούσαν όσους επιδείκνυαν ηρωισμό στις μάχες και απόπαιρναν τους δειλούς. Διακρίνονταν για την τήρηση των συμφωνιών τους (μπέσα) και τιμωρούσαν με θάνατο όσους παρέβαιναν τις ηθικές αρχές. Ίσχυε η αντεκδίκηση «βεντέτα» κι ήταν μάλιστα απαράβατος νόμος. Κύρια γνωρίσματά τους ήταν ακόμη η φιλοπατρία, η αφιλοχρηματία κι η μεγαλοψυχία προς τους ηττημένους. Δεν έκοβαν τα μαλλιά τους, φορούσαν την παραδοσιακή φουστανέλα κι επίσημο όργανο ήταν ο ταμπουράς.
Οι Οθωμανοί Τούρκοι προσπάθησαν επί πολλά χρόνια να κατακτήσουν τα εδάφη του Σουλίου, όχι για να επιβάλλουν φόρους σε μια τελείως άγονη περιοχή, όσο για να εξουδετερώσουν τους ανυπότακτους Σουλιώτες. Γενικά οι πόλεμοι των Σουλιωτών προ του Αλή Πασά χαρακτηρίζονται περισσότερο ως αμυντικοί. Στις εκστρατείες του Αλή Πασά στις 1789 και 1792 οι Σουλιώτες υπήρξαν νικητές. Η 3η εκστρατεία του Αλή Πασά κατά των Σουλιωτών ξεκίνησε στη πραγματικότητα το 1800. Τρία χρόνια κράτησαν οι μάχες και στις 12 Δεκεμβρίου του 1803 οι Σουλιώτες συνθηκολόγησαν.
Μετά τη συνθήκη που είχε συνάψει ο Αλή Πασάς με τους Σουλιώτες οι κάτοικοι του Σουλίου έπρεπε να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους. Έτσι φεύγοντας αυτοί χωρίσθηκαν σε δύο ομάδες από τις οποίες η μεν μία με τις φάρες των Δαγκλή, Δράκου, Ζορμπά, Τζαβέλλα, Πανομάρα κ.ά. κατευθύνθηκε προς την Πάργα, ενώ η άλλη με τις φάρες των Κουτσονίκα, Μαλάμου, Μπότσαρη κ.ά. προς το Ζάλογγο. Τότε ο Αλής αθετώντας το λόγο του και τη συνθήκη διέταξε την καταδίωξη και την εξόντωση των Σουλιωτών. Από τις δύο ομάδες, η δεύτερη δεν κατόρθωσε να διαφύγει τον όλεθρο. Οι αποτελούντες την δεύτερη ομάδα είχαν φθάσει στο Ζάλογγο, που απείχε από το Σούλι περί τις οκτώ ώρες, όπου και το ομώνυμο χωριό με δέκα περίπου οικίες. Στη συνέχεια για περισσότερη ασφάλεια ανέβηκαν στη κορυφή όπου βρίσκεται και η ομώνυμη Μονή του Ζαλόγγου.
Στις 16 Δεκεμβρίου όταν έφθασε στους πρόποδες του Ζαλόγγου το πολυάριθμο ασκέρι του Αλή Πασά υπό τον Αλβανό διοικητή Μπεκήρ Τζιγαρώρο οι Σουλιώτες μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους οχυρώθηκαν μέσα στη Μονή απ΄ όπου και απέκρουσαν στις 16 και 17 του μήνα τις εφόδους του ασκεριού. Την επομένη όμως στις 18 Δεκεμβρίου ο μεν Κουτσονίκας και οι σύντροφοί του παραδόθηκαν, ενώ 53 γυναίκες με τα παιδιά τους και 13 άνδρες κατέφυγαν σε παρακείμενο βράχο, καλούμενος σήμερα «Στεφάνι». Αντίθετα άλλοι, περίπου 147, υπό τον Κίτσο Μπότσαρη κατάφεραν με έφοδο να διασωθούν. Οι δε Αλβανοί όταν έφθασαν στη Μονή και την κατέλαβαν αιχμαλώτισαν και όλους όσοι βρίσκονταν εκεί. Τότε οι γυναίκες που είχαν καταφύγει στο βράχο προτίμησαν αντί της ατιμίας και της αιχμαλωσίας να ρίξουν τα τέκνα τους στο γκρεμό και στη συνέχεια να ριφθούν σ΄ αυτόν, χορεύοντας, η μία μετά την άλλη στο βάθος του βράχου ξέροντας ότι μέτρα τους χώριζαν από το θάνατο.
Οι Σουλιώτες που επέζησαν δεν επέστρεψαν στο Σούλι διασκορπίστηκαν σε όλη την Ελλάδα. Σήμερα, σώζεται μόνο η Σαμονίβα, με ελάχιστους κατοίκους. Τέλος, σώζονται μερικά ερείπια του Κουγκίου και της Κιάφας, καθώς επίσης και τα διάσημα «Πηγάδια» στη Σαμονίβα. Tο Σούλι είναι πλέον μια έννοια πνευματική. Είναι η αντίσταση στην αλλοτρίωση, είναι ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας, η αλήθεια του ανθρώπου.
πηγή