Η ντολή
Το σήκωμα της ντολής γινόταν συνήθως μετά το φαγητό με τον κουμπάρο σαν αρχή. Δίνει εντολή να ετοιμαστεί ένα δίσκος με τρία, πέντε ή επτά ποτήρια κρασί (πάντα σε μονό αριθμό) και ξεκινά να εύχεται πρώτα στο νέο ζευγάρι, στους συμπεθέρους, στους καλεσμένους του γάμου, στη στενή παρέα και τα υπόλοιπα και ο εντολέας τα προσφέρει όπου επιθυμεί και τα όργανα παίζουν τραγούδια δικής του επιλογής. Όσοι σήκωναν ντολή, έπρεπε κάθε παραγγελία τραγουδιού στα όργανα να συνοδεύεται και με τη σχετική χρηματική αμοιβή. Τα νιόγαμπρα στέκονται όρθια σε όλη τη διάρκεια της ντολής ώσπου να τελειώσει και ο τελευταίος και υποκλίνονται στις ευχές όλων. Η ντολή δίνει την ευκαιρία στον καθένα χωριστά να ευχηθεί στο νέο ζευγάρι και τους συμπεθέρους, ευτυχία και χαρά . Το γλέντι συνεχιζόταν ως τα ξημερώματα της Δευτέρας. Μόλις έβγαινε ο ήλιος, έμπαιναν μέσα στο σπίτι, χωρίς τα όργανα και χορεύοντας τραγουδούσαν ένα τραγούδι που απευθυνόταν στην πεθερά «Μπήκε ο ήλιος από τις φεγγίτες/φέρτε μας τις τηγανίτες…». Η πεθερά, τις είχε έτοιμες ζαχαρωμένες για να τις προσφέρει το πρωί στους χορευτές και τους φυλαχτάδες της νύφης που κατά το έθιμο, δεν πρέπει να εγκαταλείψουν τη νύφη ως τη Δευτέρα το πρωί μετά τη λήξη του γλεντιού.
Τραγούδια του τραπεζιού:
Σε τούτη ντάβλα που είμαστε, σε τούτο το τραπέζι,
τρεις μαυρομάτες μας κερνούν και τρεις καλές κυράδες,
η μια κερνάει με το γιαλί και η άλλη με την κούπα,
και η τρίτη η καλλίτερη με ν΄ασημένιο τάσι,
κέρνα μας ρούσα κέρνα μας. Κέρνα όσο να φέξει να πάει η πούλια δειλινό και το φεγγάρι γιόμα.
Καλώς ανταμωθήκαμε εμείς οι ντερντελίδες,
να κλάψωμε τα ντέρτια μας και τα παράπονά μας
κι αύριο καλές αντάμωσες και που θα ανταμωθούμε
στον Λελιά στον πλάτανο που είναι μια κρύα βρύση,
πόχουν οι κλέφτες μάζωξη και να χρυσό τραπέζι,
πόχουν αρνιά που ψένονται κριάρια σουβλισένα
πόχουν και να γλυκό κρασί που πίνουν και μεθάνε.
Επίσης τραγουδούσαν:
Σε τούτ΄τα σπίτια πούρθαμαν, θα φάμε και θα πιούμε,
θα φάμε θα γλεντήσομε, και θα σας ευχηθούμε.
Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός, να ζήσουν κι οι γονιοί τους,
Να ζήσει κι η παρέα μας, κι όλοι οι συμπεθέροι.
Σε τούτη τάβλα που είμεστε, σε τούτο το τραπέζι, τον άγγελο φιλεύουνε,
και το Χριστό κερνάνε, και την κυρά την Παναγιά, πολύ την προσκυνάνε.
Το στέφανο το σημερνό ν΄ασπρίσει να γεράσει, να πάει χρόνια εκατό, κι ακόμα να περάσει.
Να μας προκόψουν τα παιδιά και σ΄άλλα να χαρούμε.
Φίλοι καλώς ορίσαταν, φίλοι κι αγαπημένοι,
φίλοι καλώς τον πήραμαν τούτον τον νοικοκύρη,
με τα καλά του φαγιά, με τα γλυκά του λόγια, να του προκόψουν τα παιδιά,
και σ΄άλλα να χαρούμε, για τη δική σας τη χαρά, του χρόνου στη δική μας,
τούτον το χρόνο τον καλό, τον άλλο, ποιος τον ξέρει; Για ζούμε, για πεθαίνομε,
για σ΄άλλον κόσμο πάμε,κι εκεί δεν έχουνε χαρές, δεν έχουν πανηγύρια.
Καλώς ανταμωθήκαμαν, φίλοι κι αγαπημένοι…
Κλείνουν αναγγέλοντας διά βοής από τον κουμπάρο:
Να μας ζήσουν να μας ζήσουν
και να πολυτεκνοποιήσουν!
Γεια σας συμπεθέροι και όλοι οι φίλοι οι καλοί.
Ευχαριστούμε πολύ που ήρθατε. Και στων παιδιών σας!
Για τον κουμπάρο όταν φεύγει
Στο καλό καλέ μας νούνε, στο καλό, και τιμημένος, και στους άγιους δοξασμένος
Γειά χαρά στ΄εσένα νύφη, που ξεπροβοδάς το νούνο,
με χαρές και με τραγούδια και του Μάη τα λουλούδια.
Οι συγγενείς του γαμπρού και όργανα συνόδευαν τους συμπεθέρους και τους ξεπροβόδιζαν μέχρι την αρχή του δρόμου και τους τραγουδούσαν το τραγούδι του αποχαιρετισμού.
΄Ερθέ ο καιρός να φύγουμε, παιδιά μου παιδιά μου,
στο σπίτι μας να πάμε, μωρέ παιδιά καημένα,
και πάλε θ΄ανταμώσουμε, στης νύφης τα πιστρόφια.
Στο καλό συμπεθεροί και καινούργιοι και παλιοί,
στο καλό και τιμημένοι και στους άγιους δοξασμένοι.
Σας επήραμαν τη νύφη σας χαλάσαμαν το σπίτι.
Σας εδώκαμαν τη νύφη, σας στολίσαμαν το σπίτι.
Σας εδώκαμαν νυφούλα έμορφη σαν περδικούλα.
Η νύφη από Δευτέρα
Ο βλάμης οδηγεί τη νύφη στη βρύση του χωριού ή στο πηγάδι, για να μάθει η νύφη το δρόμο, με μια κανάτα στο χέρι. Αμίλητη ακολουθεί η νύφη ως τη βρύση, γεμίζει μόνη της την κανάτα κι αμίλητη πάλι επιστρέφει ως το σπίτι.
Το τραγούδι όπου ακούγεται από τα όργανα και όσους έχουν απομείνει:
Βρύση μου μαλαματένια και κρυστάλλινο νερό
να φιλούσα την ελιά σου και τον άσπρο σου λαιμό.
Βρύση μου μαλαματένια και κρυστάλλινο νερό
να φιλούσα την ελιά σου και τον άσπρο σου λαιμό.
Βρύση μου μαλαματένια αγαπάς με ως σ’ αγαπώ
να μην τρέχουν σαν τη βρύση τα ματάκια μου τα δυο.
Μια μαλαματένια βρύση θε να βρω να πιω νερό
για να σβήσουνε οι φλόγες που με καίν’ τόσον καιρό.
Βρύση μου μαλαματένια έχω λόγια να σου ειπώ
κύλα το το κρυόνερό σου για να δροσιστώ και γω.
Φέρνει το «αμίλητο», ή «άκριτο» νερό και χύνει να νιφτεί ο γαμπρός στα χέρια και στο πρόσωπο. Κατά τη διαδρομή της επιστροφής από τη βρύση, συναντά το γαμπρό που την περιμένει στην πόρτα του σπιτιού. Του ρίχνει νερό να πλυθεί κι ώσπου να τελειώσει αυτός η νύφη μένει αμίλητη. Καιροφυλαχτεί να τον πιάσει απρόσεχτο κι όταν το πετύχει, του αδειάζει όλο το υπόλοιπο της κανάτας στο κεφάλι του και τον κάνει μούσκεμα. Οι άλλοι παρακολουθούν αμίλητοι τη σκηνή και μόλις τον καταβρέξει αρχίζουν τα γέλια πειράζοντας το γαμπρό για το πάθημά του. Τα όργανα συνοδεύουν τον κουμπάρο στο σπίτι του τραγουδώντας με τη συνοδεία όσων απέμειναν.
Τα Πιστρόφια του γάμου
Από τη Δευτέρα το μεσημέρι ο γάμος θεωρείται τελειωμένος. Οι συμπέθεροι καθορίζουν την ημερομηνία που θα γίνουν τα πιστρόφια. Συνήθως τα έκαναν το επόμενο Σαββατόβραδο. Πιστρόφια είναι η επιστροφή της νύφης, η πρώτη μετά το γάμο, στο σπίτι των γονιών της και την ακολουθούν συγγενείς και φίλοι. Ακολουθούσε γλέντι που έφτανε ως το ξημέρωμα. Όταν πλησίαζε η ώρα αναχώρησης, κάποιος φίλος του γαμπρού, προικισμένος με κάποια δεξιοτεχνία στο «άρμπαγμα», είχε εντολή από τον γαμπρό και από τη νύφη, να αρπάξει από το σπίτι της πεθεράς, χωρίς να γίνει αντιληπτός διάφορα χρειαζούμενα πράγματα ή εργαλεία ή ότι άλλο θα μπορούσε να συμπληρώσει το καινούργιο νοικοκυριό που μόλις ξεκίνησε. Την κλεψιά αυτή δεν έπρεπε να την αντιληφθεί κανείς. Αν κάποιος έπιανε τον …κλέφτη… στα πράσα, τότε δεν μπορούσε, δεν επέτρεπε το έθιμο να τα πάρει μαζί του. Τα πιστρόφια ήταν η τελευταία πράξη του γάμου. Μετά κι απ΄αυτά το ζευγάρι έμπαινε στον κανονικό ρυθμό της ζωής του χωριού.