Ηπειρώτικος γάμος αλλοτινών καιρών(μέρος ΙΙ)

Ηπειρώτικος γάμος αλλοτινών καιρών(μέρος ΙΙ)

Πως γινόταν το γλέντι

Άρχιζε συνήθως με επιτραπέζια τραγούδια και συνοδεία των οργάνων και κρατούσε αρκετές ώρες. Οι καλεσμένοι χωρίζονταν σε δυο ομάδες, όπως κάθονταν στο τραπέζι η μια απέναντι από την άλλη και διάλεγαν από καναδυό καλούς τραγουδιστές η καθεμιά. Άρχιζε η μια ένα τραγούδι και μόλις τελείωνε τον πρώτο μουσικό στίχο, άφηνε να τον επαναλάβει η άλλη ομάδα. Αυτό γινόταν και από την άλλη πλευρά των καλεσμένων και τα τραγούδια κρατούσαν έτσι πολύ περισσότερο. Ο παπάς ευλογεί την έναρξη και τη λήξη του φαγητού και ύστερα γλέντι ως τα ξημερώματα της Κυριακής.

Την Κυριακή το πρωϊ

«Όλη η βδομάδα του Γαμπρού κι η Κυριακή της Νύφης» λέει ο λαός.
Ξεκινούν οι ετοιμασίες για να πάρουν τη Νύφη. Ετοιμάζεται το «ψίκι» η πομπή, που αποτελείται από τον κουμπάρο, το γαμπρό, στενούς συγγενείς και όσους θα πλαισιώσουν το χορό. Στην αυλή του γαμπρού ετοιμάζονται για το κούρεμα και το ξύρισμα του γαμπρού. Είναι οι τελευταίες στιγμές της ελεύθερης ζωής του. Ο κουρέας έβαζε τον γαμπρό κάτω από ένα δέντρο και δίπλα έρχονταν τα όργανα για να του τραγουδήσουν και κάτω από τα βλέμματα όλων άρχιζε το τελετουργικό του έργο.

Τραγούδια του γαμπρού

Πρώτα θα λουζόταν ο γαμπρός με τη βοήθεια των φίλων και συγγενών που του έριχναν νερό με τον μαστραπά και του τραγουδούσαν:
Λούζεται τα΄αρχοντόπουλο, σ΄ένα χρυσό λιγένι
Η πάπια φέρει το νερό κι η χήνα το σαπούνι
κι η γιαδερφήν η γρήγορη, φέρει χρυσό μαντήλι
ο βλάμης του τον έλουζε, κι η νούνα του του ρίχνει
καινούργια βρύση κίνησε, στου νιόγαμπρου την πόρτα.
Να λούζεται (ν) ο νιόγαμπρος,να πλένει ο μπαρμπέρης.
Αργυρό μου μπρίκι και μαλαματένιο,νένε αγάλι-αγάλι σε γαμπρού κεφάλι.
Λέρα μην αφήνεις και τον ασκημήνεις,
για τον πεθερό του, για την πεθερά του και για την κυρά του.
Το ξύρισμα του γαμπρού
Φέρτε ξυράφια διαλεχτά μέσα από την Ολλάνδα
να ξουριστούν χρυσά μαλλιά με τέτοια ομορφάδα
Γύρισμα
Σήμερα ο νιος ξυρίζεται
το βράδυ αρραβωνίζεται.
Πόσο σου πρέπει ξύρισμα με γεια σου και χαρά σου
και στα γεντσούρια σου με γιο να χαίρεται η καρδιά σου.
Την πρώτη ξυραφιά την τραβούσε κάποιος που είχε και τους δύο γονείς του αν ο κουρέας δεν τους είχε. Την ίδια στιγμή ο βλάμης με την πλόσκα γεμάτη ρακί στο χέρι τρέχει και κερνά αδιάκριτα όποιον βρει μπροστά του κάνοντας γνωστό το γεγονός κι οι ευχές πάνε κι έρχονται απ΄όλους. Ο γαμπρός μένει σιωπηλός κατά το έθιμο. Μετά ακολουθούσε το ντύσιμο του γαμπρού και του τραγουδούσαν:
Φέρτε του γαμπρού χρυσή αρμάτα, για να στολιστεί να πάει στη νύφη.
-Γαμπρέ μου, ποιος σ΄αρμάτωνε,
Με την ευκή, με την ευκή
-Η μάνα μου μ ‘αρμάτωνε,
Με την ευκή, με την ευκή
-Ο νούνος μ΄αρμάτωνε,
Με την ευκή, με την ευκή
Τ’ αδέρφια μου μάρμάτωναν
Με την ευκή, με την ευκή
Οι φίλοι μου μ’ αρμάτωναν,
Με την ευκή με την ευκή.
Κατά το μεσημέρι ξεκινάει το ψίκι με τον βλάμη με το μπαϊράκι στα χέρια. Οι «σχαρικιάρηδες» φεύγουν πρώτοι για το σπίτι της νύφης για να τους πουν ότι φτάνει ο γαμπρός προετοιμάζοντας τον ερχομό του με τουφεκιές.
Στο δρόμο όλοι τραγουδούσαν:
Κίνα δέντρο μ΄κίνα, κίνα κυπαρίσσι,για να βρεις τη λεύκα, δίπλα να τη στήσεις,
Σύρε ήλιε μ΄σύρε, νάβρεις το φεγγάρι,
για να το πυρώσεις, για να λάμψει ο τόπος, να διαβεί το ψίκι.
Κίνα, δέντρε μ΄κίνα, κίνα κυπαρίσσι, για να βρεις τη λεύκα, τη λυγεροκλαδούσα,
δίπλα να τη στήσεις και να τη γλυκοδροσίσεις.

Όταν πηγαίνουν να πάρουν τη νύφη
Αυτό τ’ αστέρι το λαμπρό που πάει κοντά στην Πούλια
αυτό μου φέγγει κι έρχομαι κόρη μέσ’ στην αυλή σου.
Χτυπώ τη θύρα δυο φορές το παραθύρι πέντε
σήκω ν’ αλλάξεις κόρη μου να βάλεις τ’ άρματά σου
γιατ’ ήρθαν να σε πάρουνε πεζούρα και καβάλα.
Χίλιοι έρχονται καβαλαριά κι άλλοι χίλιοι πεζούρα
Στην πομπή που κάνει το ψίκι ως το σπίτι της νύφης, ο κόσμος βγαίνει από τα σπίτια και τους ραίνει με ρύζι και αν δεν είχαν γιατί ήταν ακριβό, έριχναν σιτάρι και εύχονται «Η ώρα η καλή». Στο σπίτι της νύφης τα όργανα υποδέχονται τον γαμπρό
Όταν πηγαίνει ο γαμπρός στο σπίτι της νύφης
Μου μήνυσε η λυγερή να πάω ν’ αρραβωνιάσω
πριν κατεβάσει ο ποταμός και τρέξουν τα λαγκάδια.
Εγώ θα πάω να τη βρω κι αν βρέξει και χιονίσει
και κατεβάσει ο ποταμός και σύρουν τα λαγκάδια
στο δαχτυλίδι μου πατώ στον κρίκο του περνάω.

Με τραγούδια

Κατεβαίνει ο γαμπρός από το άλογο και τα πεθερικά του ρίχνουν στους ώμους μια πετσέτα προσώπου και την κρατάει ως την ώρα που θα τραβήξει τη νύφη. Η μάνα της νύφης κρατάει μεταξωτό μαντήλι και σε μια γωνιά του έχει δέσει χρυσό νόμισμα και περιμένει να τον προυπαντήσει.
Οι οργανοπαίχτες του γαμπρού σταματούν να παίζουν κι αρχίζουν της νύφης.
Τραγουδούν από την πλευρά της νύφης:
Τι είναι αυτοί, που ήρθαν όξω;΄
Οι συμπέθεροι της νύφης.
Λύστε, δέστε τα πουγγιά σας, να κεράσετε τη νύφη.
Δεν στόλεγα μανούλα μου, αυτήν την εβδομάδα,
τους ξένους μην του δέχεσαι, τους ξένους μην του μπάζεις;
Σήμερα περδικούλα μου, ήρθα στο μαχαλά σου.
Χρυσή πλεξούδα σόφερα, να δέσεις τα μαλλιά σου.
Σαν έρθες καλωσόρισες, καλώς και να κοπιάσεις,
κάτσε να φας, κάτσε να πιείς, να καλοτραγουδήσεις.
Γαμπρέ μου σε παρακαλώ, μα χάρη να μας κάνεις.
Το άνθος που σου δώκαμαν, να μη μας το μαράνεις,
να τόχεις να το χαίρεσαι σαν η μηλιά τα μήλα.
Δεν έρθε τ΄αρχοντόπουλο, στην πόρτα σου να στέκει,
ουδέ να φάει, ουδέ να πιεί, ουδέ να τραγουδήσει,
την κόρη, που του τάξαταν, έρθε για να την πάρει.
Ας κάτσει να φάει, ας κάτσει να πιεί, κι ας καλοτραγουδήσει
κι η κόρη μας είναι έτοιμη, κι αυτή και τα προικιά της.
Στάσου νύφη μ΄σιάσου, σιάσου κι αρματώσου.
Έρθαν να σε πάρουν, όλο παληκάρια με σπαθιά ζωσμένα,
όλο λεβεντάδες, ολαρματωμένα.
Θέλεις να κινήσεις, να αποχαιρετήσεις,τη γλυκιά τη μάνα, τον καλό πατέρα
τα μικρά τ΄αδέρφια και τις φιληνάδες;;

Στη διάρκεια του φαγητού η πεθερά φέρνει στο γαμπρό τα τηγανισμένα «αυγά».Τα αυγά της πεθεράς είναι τηγανισμένα με αγνό βούτυρο και πασπαλισμένα με ζάχαρη για να τον γλυκάνει, να γλυκάνουν οι σχέσεις τους και οι σχέσεις του με τη νύφη να είναι πάντα γλυκιές σαν τη ζάχαρη. Υπάρχουν αυγά και για τους άλλους καλεσμένους όπου τα μοιράζει ο βλάμης πηρουνιά-πηρουνιά σε κάθε καλεσμένο.