Δεν είχε σκοπό να πάει στον τάφο. Δεν ήταν άλλωστε συγγενής του. Την μάνα του την έχασε στα τέσσερα. Σαν όνειρο θυμόταν τη γιαγιά του να της πλένει την πλάκα, να της ανάβει το καντήλι και να τον μαλώνει άμα φιλούσε το μάρμαρο. Την έχασε Κυριακή με το που τέλειωνε η λειτουργία• γέμισε ο τόπος σκοτωμένους που είχανε πάει να κοινωνήσουν. Αλλά αυτός ήταν ο πόλεμος. Είχε πυκνά φρύδια και μάτια μικρού ελαφιού, μα πάνω απ’ όλα έβαζε εκείνο το τραγούδι της, που κατάπινε μπουκιά-μπουκιά από την κούνια «Δόντια πυκνά και μαργαριταρένια/φωνή σαν τα’ αηδονιού/στόμα χελιδονιού», λες και είχε γραφτεί ειδικά για εκείνη και όλα τα καλά της.
Ένα χρόνο μετά ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε. Και εκείνη, η δεύτερη, είχε πυκνά φρύδια. Αλλά ποτέ του δεν τα πρόσεξε. Ήταν που ερχόταν πάντα δεύτερη, σε όλα. Στον γάμο τους δεν ακούστηκαν τραγούδια. Φυλάγανε το πένθος ακόμη. Μόνο το πρώτο βράδυ, σαν έφυγαν τα σόγια και μείνανε οι τρεις τους, καθώς εκείνη τον άλλαζε για να τον βάλει για ύπνο, άρχισε να του τραγουδά «όταν αρχίζει και κλαίει/όλο τον Μάη λαλεί/και όλη την άνοιξη». «Είναι το τραγούδι της μάνας μου», της είπε, εκείνη κόμπιασε, «με συγχωρείς, δεν το ήθελα» μπόρεσε να του πει, σφούγγισε τα μάτια και δεν ξανατραγούδησε ποτέ αυτό το τραγούδι.
Η φωτογραφία της μάνας του έμεινε στη σωστή της θέση, το σπίτι τους ήταν πρώτα σπίτι της, το κρεβάτι τους ήταν πρώτα δικό της και η δεύτερη έπρεπε πάντα να τα θυμάται. Μια μέρα θα φύγω από αυτό τον τόπο, της είπε ένα μεσημέρι στη μέση μιας ανηφόρας. Να πας όπου σε ευχαριστεί παιδάκι μου. Όλα είναι δικά σου, είπε εκείνη και αυτός ούρλιαξε μες τα μάτια της πως όλα ήταν της μάνας του και για αυτό όλα είναι δικά του. Με τη βαλίτσα του βρέθηκε μακριά, με την υπόσχεση να τα αφήσει όλα πίσω. Μεγάλη πόλη η Αθήνα, μεγαλύτερο το Λονδίνο και ύστερα το Παρίσι, πολύ μακριά.
Το όνομα της γυναίκας που αγάπησε ήταν Άλκη. Όμορφα φρύδια, ίσως πολύ για ένα τόσο αγορίστικο όνομα. Της είπε ότι θα έφευγε για ένα διάστημα, αλλά θα επέστρεφε οπωσδήποτε. Σε λίγο και εκείνη θα άρχιζε να υπάρχει σαν μια ασταθής ανάμνηση και τελικά δεν θα υπήρχε καθόλου. Έτσι δεν γίνεται πάντα;
Κάποτε γύρισε στον τόπο του μ’ ένα δάφνινο στεφάνι για τον τάφο της μάνας του και δώρα για την οικογένεια, μια ηλεκτρική κουζίνα και μια χύτρα ταχύτητας. Δυο μέρες άντεξε να κάτσει όλες και όλες. Θα φύγω αύριο, της είπε. Να φύγεις παιδάκι μου, ό,τι θες εσύ, του είπε εκείνη και έβαλε τα κλάματα. Πες μου το, τραγούδησε το μου όλο, για μια φορά, της ζήτησε λίγο πριν ξημερώσει. «Μια Κυριακή και μια καλήν ημέρα/ήρθε μα περιστέρα/μια καγκελοφρυδάτη/να μην την είχα δει/δεν θα χα ζουρλαθεί». Ως εκεί τα κατάφερε, ύστερα πνίγηκε η φωνή της.
Τραχιά η ιστορία μάνα, τραχιά και σκληρή με άβολη αλήθεια. Πασχίζω μάνα ακούς; Σε όλη μου τη ζωή πάσχιζα και πασχίζω μα ο χρόνος δεν περνά. Ένας καημός γδέρνει τον οισοφάγο μου και μπουκιά στα αλήθεια δεν μου κατεβαίνει• στο σπίτι μου, μάνα, απέναντι από το κρεβάτι μου υπάρχει ακόμη η φωτογραφία της πρώτης μου μάνας. Δικιά σου, καμιά. Τα παιδιά είναι σκληρά, πολλές φορές. Και μετά πετρώνουν ακόμη περισσότερο όταν γίνονται ενήλικες. Μικρός, βιαζόμουν να μεγαλώσω, μα τώρα που ψήλωσα και μέστωσα μες τα ορφανά ντουβάρια και τα ορφανά βράδια, αποζητώ μάνα τα χρόνια που ήμουν μια σταλιά. Ίσως και μια αγκαλιά.
Είμαι κούφιος μάνα, εδώ και χρόνια έχω φαγωθεί μέσα μου χωρίς να το πάρω είδηση. Αυτό που κουβαλάμε, αυτό είναι η ιστορία μας και γω θέλησα να μην την καταλαβαίνω. Και τώρα λίγο μετά τα εξήντα, πάντα σκεπτικός και πάντα σφιγμένος δεν μπορώ να την θυμηθώ. Μια ζωή προσπαθώντας να αφήσω τον χρόνο πίσω μου, αλλά αυτός πια περνά ανελέητος, δίχως κανείς να ενδιαφέρεται, χωρίς να με προσμένει κάποιος με λαχτάρα.
Ανοίγω το δερμάτινο σημειωματάριό του, με αστερίσκο προστέθηκε ο θάνατός σου. Με έναν τόσο δα μικρό αστερίσκο. Δεν σε πένθησα. Δεν σε τίμησα. Και δεν σε φώναξα ποτέ με το όνομά σου. Και ας ήσουν εσύ που μου ανακάτωνες τα μαλλιά, που καμάρωνες για την αξιοσύνη μου, που με μάλωνες μονάχα επειδή δεν άδειαζα το πιάτο μου και δεν χόρευα, εσύ που πίστευες πως όλα θα μπουν σε σειρά, πως θα τα καταφέρω.
Απλή, στιβαρή και αφτιασίδωτη.
Στη σημερινή λειτουργία υπήρχαν όλα και όλα εννέα άτομα. Τους παρατηρούσα καθώς σηκώνονταν, κάθονταν και γονάτιζαν και έκανα ό,τι και εκείνοι, αλλά δεν κατάφερα να ανταποκριθώ όπως αυτοί όταν ο παπάς απήγγειλε χωρία από τη λειτουργία. Πάντα η ίδια δυσλειτουργία, πάντα ο ίδιος απαίσιος εαυτός.
Στρίβω στη Μάρκου Μουσούρου. Λίγο πριν το τέρμα της υπάρχει ένας γέρος σε ένα ξεχαρβαλωμένο κουρείο, τα μεσημέρια ψέλνει τραγούδια. Πες το απ’ την αρχή του λέω, όλο, σαν μνημόσυνο, για τη μάνα μου που πέθανε σαν σήμερα. Και εκείνος μέσα από τα σπλάχνα του αρχίζει να το τραγουδά «Δόντια πυκνά και παραπονεμένα…»