Απ΄τα χαράματα την ημέρα του Λαζάρου, το χωριό άλλαζε τόνο ζωής. Στις γειτονιές αντιλαλούσε ο σκοπός του Λάζαρη με τις γλυκιές και πολλές φορές παράφωνες φωνές των μικρών. Τα παιδιά από πολλές μέρες πριν βρίσκονταν στο πόδι. Έπρεπε να εξασφαλίσουν τη συντροφιά για το Λάζαρη! Ποτέ δεν πήγαινε κανένας μόνος. Έφτιαχναν συντροφιές δύο τριών ατόμων για καλύτερη απόδοση στο τραγούδι. Τα κάλαντα αυτά ήταν η πρώτη ευκαιρία να ψάξουν οι μικροί να βρουν το Βλάμη τους κι από τότε συνδέονταν για να παραμείνουν Βλάμηδες σε όλη τους τη ζωή. Μόλις έβρισκαν τη συντροφιά, το Βλάμη, ή τους Βλάμηδες, άρχιζαν την προπαίδεια για το τραγούδισμα των καλάντων, να μάθουν και τα λόγια, να τα τραγουδούν κι ωραία. Τρίτη φροντίδα τους ήταν να βρουν το καλάθι για τ΄αυγά. Λάζαρης σήμαινε αυγά, γιατί αυγά έδιναν οι νοικοκυρές. Ύστερα κατάστρωναν το σχέδιο πορείας στα σπίτια, από που θα αρχίσουν και που θα τελειώσουν. Τα παιδιά ήξεραν ποια θα δώσει και ποια είναι τσιγκούνα, ποια θα δώσει αυγά και ποια σύκα ή καρύδια ή μύγδαλα ή ζαχαρικά αλλά και ποιες πόρτες θα βρουν κλειστές.
Το καλάθι ήταν το κυρίαρχο στοιχείο, χωρίς καλάθι δεν πήγαινε κανένας για κάλαντα. Υπήρχαν δύο είδη καλαθιών που χρησιμοποιούσαν για το Λάζαρη. Το ένα το κυλινδρικό το συνηθισμένο με το χερούλι από πάνω και το άλλο το κομψό »σπόρτα» σε σχήμα αυγοειδές με το χερούλι από πάνω κολλημένο στις δύο άκρες της έλλειψης. Τα έφτιαχναν μόνοι τους οι μεγαλύτεροι, που πήγαιναν στο σχολείο, με βέργες ιτιάς που τις μάζευαν στην Τύρια και τον Καλαμά το καλοκαίρι και τις είχαν έτοιμες για να τις χρησιμοποιήσουν. Την παραμονή το απόγευμα όλα ήταν έτοιμα. Μέσα στο καλάθι ο καθένας της παρέας έβαζε ένα αβγό, για φόλι, ώστε να βλέπουν οι κυράδες την επόμενη μέρα ότι κι οι άλλες έδωσαν αυγό για να παρακινηθούν να δώσουν κι αυτές. Για να μη σπάνε τα αυγά μέσα στο καλάθι έβαζαν λίγο κοπανισμένο λινάρι, ή λίγο μαλλί ή άν δεν είχαν απ΄αυτά έβαζαν λίγα άχυρα.
Από νωρίς το πρωί παρέες – παρέες αρχίζανε να λένε τα κάλαντα διασταυρώνονταν στους δρόμους, έκαναν απολογισμούς τι μάζεψαν και τι απομένει ακόμα να μαζέψουν, ποιος μάζεψε περισσότερα και γιατί και ποιος στο τέλος θα βρεθεί με τα περισσότερα αυγά. Το μεσημέρι γινόταν η μοιρασιά με απόλυτη δικαιοσύνη, ένα σου κι ένα μου. Μετά τη μοιρασιά τα αυγά πήγαιναν στο σπίτι να παραδοθούν στη μητέρα με εξαίρεση ένα δύο που πήγαιναν στον μπακάλη του χωριού για λίγο χαλβά.
Στα κάλαντα έλεγαν πολλές φορές τα εξής λόγια σαν εισαγωγή:
Αυτού στα σπίτια τα ψηλά/ τα μαρμαροχτισμένα/ μέσα κοιμάται ο Νούτσικος με την Αρχοντοπούλα ………………………………………….
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια/ ήρθε κι ο Χριστός από τη Βαθανία/Μάρθα κλαίει και Μαρία/ Λάζαρον τον αδελφόν τους./ Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου/ Κύριέ μου και Θεέ μου/δε θα πέθαιν΄ο αδελφός μου/ και ο φίλος ο δικός Σου./ Βλέπει ο Χριστός το μνήμα/ και δακρύζει παραχρήμα/ Δεύρο έξω, Λάζαρέ μου/ φίλε μου κι αγαπητέ μου./ Ήρθε ο Λάζαρος…………………… Πες μας Λάζαρε τι είδες/ εις τον Άδην που επήγες./ είδα φόβους, είδα τρόμους/ είδα βάσανα και πόνους.