Η ρόκα, τις περισσότερες φορές ατομική φτιαγμένη για προσωπική μόνο χρήση από το ροκά και κεντημένη με μεράκι, ήταν αναπόσπαστο εξάρτημα, πολύτιμο εργαλείο, της γυναίκας, από την ηλικία των δέκα ετών ως τα βαθιά γεράματα. Στο σπίτι, στο δρόμο, στο χωράφι, στα πρόβατα ή τα γίδια, ελεύθερη, ή ζαλωμένη, στη βρύση ή στη γειτόνισσα, σε κάθε δουλειά που δεν απασχολεί τα χέρια της, ή θα έπλεκε, ή θα έγνεθε.
Μαζί με το αδράχτι( η βέργα που περιστρέφεται και κλώθει την κλωστή και το σφοντύλι που στερεωνόταν στο τέλος του αδραχτιού) ήταν οι αχώριστοι φίλοι της. Πάνω στη διχάλα της ρόκας έβαζαν το μαλλί (τλούπες) .Μόνιμο το ζωνάρι της ρόκας στη μέση και η θηλεία της στη μασχάλη περασμένη λοξά από τον ώμο. Από τη ρόκα περνούσε το μαλλί και το λινάρι για να γίνουν διάφορα νήματα από τα ψιλά λιναρένια ράμματα(κλωστές ραψίματος), ως το χοντρό υφάδι για τις καρπέτες. Η ρόκα ήταν το παραγωγικότερο εργαλείο στα χέρια της γυναίκας. Σ΄αυτό ασκούνταν τα χέρια της κι αποχτούσαν τα δάχτυλά της μια λεπτή μυϊκή και απτική ευαισθησία, αυτόνομη, να δρουν χωρίς ιδιαίτερη προσοχή με θαυμαστή ταχύτητα σε ένα ρυθμό σκόπιμων και καθορισμένων κινήσεων για να πετύχουν το κατάλληλο νήμα για την κατάλληλη χρήση του, ακριβώς σαν τις κινήσεις των δακτύλων των παιχτών μουσικών οργάνων, που με το αρμονικό πέρασμά τους πάνω από τις χορδές, ή τα πλήκτρα, δίνουν τις μελωδίες. Η ρόκα ήταν το κινητό κλωστήρι των γυναικών της εποχής εκείνης.